ἀμεταβλητί: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(6_5)
 
(big3_3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμεταβλητί''': ἀμεταβλήτως, Σχόλ. εἰς Ἰλιάδος Π. ὡς [[ἐξήγησις]] τοῦ [[ἀσπερχές]].
|lstext='''ἀμεταβλητί''': ἀμεταβλήτως, Σχόλ. εἰς Ἰλιάδος Π. ὡς [[ἐξήγησις]] τοῦ [[ἀσπερχές]].
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. [[incesante]], [[continuamente]] glos. a [[ἀσπερχές]] Sch.Bek.<i>Il</i>.16.61.
}}
}}

Revision as of 12:12, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀμεταβλητί: ἀμεταβλήτως, Σχόλ. εἰς Ἰλιάδος Π. ὡς ἐξήγησις τοῦ ἀσπερχές.

Spanish (DGE)

adv. incesante, continuamente glos. a ἀσπερχές Sch.Bek.Il.16.61.