ἀναβαδόν: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός → Haud ullus umquam transilit plagam die → Kein Sterblicher springt weiter als des Gottes Schlag
(6_6) |
(big3_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναβᾰδόν''': ἐπίρρ., δι’ ἐπιβάσεως, «καβαλλικευτά», αἱ δὲ ἄρκτοι τὴν ὀχείαν ποιοῦνται οὐκ [[ἀναβαδόν]], ἀλλὰ κατακεκλιμέναι ἐπὶ τῆς γῆς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 30, 1. | |lstext='''ἀναβᾰδόν''': ἐπίρρ., δι’ ἐπιβάσεως, «καβαλλικευτά», αἱ δὲ ἄρκτοι τὴν ὀχείαν ποιοῦνται οὐκ [[ἀναβαδόν]], ἀλλὰ κατακεκλιμέναι ἐπὶ τῆς γῆς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 30, 1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀναβᾰδόν) <b class="num">• Alolema(s):</b> poét. ἀμβᾰδόν Opp.<i>C</i>.3.500<br />[[montado encima]] τὴν ... ὀχείαν ποιοῦνται ... οὐκ [[ἀναβαδόν]] Arist.<i>HA</i> 579<sup>a</sup>19, cf. Opp.l.c. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 21 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A by mounting, ἀ. τὴν ὀχείαν ποιεῖσθαι Arist.HA 579a19.
German (Pape)
[Seite 179] aufsteigend, Arist. H. A. 6, 27 im Gegensatz von κατακεκλιμένος, wie sonst ἀναβαίνων, s. unten; ἀμβαδόν Opp. C. 3, 500.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβᾰδόν: ἐπίρρ., δι’ ἐπιβάσεως, «καβαλλικευτά», αἱ δὲ ἄρκτοι τὴν ὀχείαν ποιοῦνται οὐκ ἀναβαδόν, ἀλλὰ κατακεκλιμέναι ἐπὶ τῆς γῆς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 30, 1.
Spanish (DGE)
(ἀναβᾰδόν) • Alolema(s): poét. ἀμβᾰδόν Opp.C.3.500
montado encima τὴν ... ὀχείαν ποιοῦνται ... οὐκ ἀναβαδόν Arist.HA 579a19, cf. Opp.l.c.