ἀναστοιχειόω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(6_1)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναστοιχειόω''': [[διαλύω]] [[πάλιν]] εἰς τὰ ἀρχικὰ στοιχεῖα, Φίλων 1. 501. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἀνακαινίζομαι, ἀναγεννῶμαι, Ὠριγ. κτλ.
|lstext='''ἀναστοιχειόω''': [[διαλύω]] [[πάλιν]] εἰς τὰ ἀρχικὰ στοιχεῖα, Φίλων 1. 501. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἀνακαινίζομαι, ἀναγεννῶμαι, Ὠριγ. κτλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[descomponer en elementos]], [[desintegrar]] τὴν διακόσμησιν Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.188, αὐτὸν δυάδα ὄντα ... εἰς μονάδα Ph.2.179, cf. 1.501, ἀναστοιχειουμένου τοῦ λόγου Origenes <i>Io</i>.1.37, abs. Gal.1.508.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[restaurar]], [[recomponer]] [[δεύτερος]] Ἀδὰμ (Cristo) ἀναστοιχειῶν τὸ γένος ... εἰς καινότητα ζωῆς Cyr.Al.M.68.1076D, τρόπον τινὰ τὸν νοῦν Origenes M.17.32D.<br /><b class="num">2</b> en v. med.-pas., c. prep. más ac. [[transformarse]], [[convertirse]] por la alegoría (Χάλεβ) ἀναστοιχειωθεὶς εἰς ἡγημονικόν Origenes <i>Hom</i>.18.2 <i>in Ios</i>.p.407.21, ἀνεστοιχειοῦτο (Santa Helena) ἐπὶ τὴν ἄφθαρτον ... οὐσίαν Eus.<i>VC</i> 3.46, cf. Ph.1.477, εἰς ταῦτα Sch.<i>Il</i>.7.99<br /><b class="num">•</b>[[reducirse a]] τὸ αἰσθητὸν ὕδωρ πρὸς θείαν ... δύναμιν Ammon.<i>Io</i>.M.85.1408D, εἰς θάνατον Meth.<i>Symp</i>.3.6 (p.32.19).
}}
}}

Revision as of 12:12, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναστοιχειόω Medium diacritics: ἀναστοιχειόω Low diacritics: αναστοιχειόω Capitals: ΑΝΑΣΤΟΙΧΕΙΟΩ
Transliteration A: anastoicheióō Transliteration B: anastoicheioō Transliteration C: anastoicheioo Beta Code: a)nastoixeio/w

English (LSJ)

   A resolve matter into its elements, Chrysipp.Stoic.2.188, cf. Ph.1.501,477 (Pass.), Gal.1.508.

German (Pape)

[Seite 209] wieder indie Elemente auflösen, Phil.; Suid. erkl. ἀναπλάττω, zurückbilden.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστοιχειόω: διαλύω πάλιν εἰς τὰ ἀρχικὰ στοιχεῖα, Φίλων 1. 501. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἀνακαινίζομαι, ἀναγεννῶμαι, Ὠριγ. κτλ.

Spanish (DGE)

I descomponer en elementos, desintegrar τὴν διακόσμησιν Chrysipp.Stoic.2.188, αὐτὸν δυάδα ὄντα ... εἰς μονάδα Ph.2.179, cf. 1.501, ἀναστοιχειουμένου τοῦ λόγου Origenes Io.1.37, abs. Gal.1.508.
II 1restaurar, recomponer δεύτερος Ἀδὰμ (Cristo) ἀναστοιχειῶν τὸ γένος ... εἰς καινότητα ζωῆς Cyr.Al.M.68.1076D, τρόπον τινὰ τὸν νοῦν Origenes M.17.32D.
2 en v. med.-pas., c. prep. más ac. transformarse, convertirse por la alegoría (Χάλεβ) ἀναστοιχειωθεὶς εἰς ἡγημονικόν Origenes Hom.18.2 in Ios.p.407.21, ἀνεστοιχειοῦτο (Santa Helena) ἐπὶ τὴν ἄφθαρτον ... οὐσίαν Eus.VC 3.46, cf. Ph.1.477, εἰς ταῦτα Sch.Il.7.99
reducirse a τὸ αἰσθητὸν ὕδωρ πρὸς θείαν ... δύναμιν Ammon.Io.M.85.1408D, εἰς θάνατον Meth.Symp.3.6 (p.32.19).