ἀνδρόπορνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6_15)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδρόπορνος''': ὁ, ὁ πορνευόμενος, ὁ [[κίναιδος]], Θεόπομπ. Ἱστ. 249, Δημ. Φαλ. 27.
|lstext='''ἀνδρόπορνος''': ὁ, ὁ πορνευόμενος, ὁ [[κίναιδος]], Θεόπομπ. Ἱστ. 249, Δημ. Φαλ. 27.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[marica]] ἀνδροφόνοι γὰρ τὴν φύσιν ὄντες, ἀνδροπόρνοι τὸν τρόπον ἦσαν Theopomp.Hist.225.
}}
}}

Revision as of 12:13, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρόπορνος Medium diacritics: ἀνδρόπορνος Low diacritics: ανδρόπορνος Capitals: ΑΝΔΡΟΠΟΡΝΟΣ
Transliteration A: andrópornos Transliteration B: andropornos Transliteration C: andropornos Beta Code: a)ndro/pornos

English (LSJ)

ὁ,

   A cinaedus, Theopomp.Hist.17.

German (Pape)

[Seite 219] männliche Hure, Theopomp. bei Ath. VI, 260 f; Pol. 8, 11; Gegensatz ἀνδροφόνος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρόπορνος: ὁ, ὁ πορνευόμενος, ὁ κίναιδος, Θεόπομπ. Ἱστ. 249, Δημ. Φαλ. 27.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ marica ἀνδροφόνοι γὰρ τὴν φύσιν ὄντες, ἀνδροπόρνοι τὸν τρόπον ἦσαν Theopomp.Hist.225.