ἀνέρεικτος: Difference between revisions
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
(6_18) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνέρεικτος''': -ον, ὁ μὴ [[ἐρεικτός]], μὴ τετριμμένος εἰς λεπτὰ μέρη, μὴ ἀληλεσμένος, Ἱππ. 528. 36, πρβλ. Γαλην. Γλωσσ. σ. 434 ἐν λ. ἀνηρίκτῳ. | |lstext='''ἀνέρεικτος''': -ον, ὁ μὴ [[ἐρεικτός]], μὴ τετριμμένος εἰς λεπτὰ μέρη, μὴ ἀληλεσμένος, Ἱππ. 528. 36, πρβλ. Γαλην. Γλωσσ. σ. 434 ἐν λ. ἀνηρίκτῳ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[hecho con harina no cernida]], [[integral]], [[ἄρτος]] Hp.<i>Aff</i>.52. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
or ἀνέργ-ικτος, ον,
A not bruised, unground, Hp.Aff.52.
German (Pape)
[Seite 226] unzerbrochen, unzermalmt, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέρεικτος: -ον, ὁ μὴ ἐρεικτός, μὴ τετριμμένος εἰς λεπτὰ μέρη, μὴ ἀληλεσμένος, Ἱππ. 528. 36, πρβλ. Γαλην. Γλωσσ. σ. 434 ἐν λ. ἀνηρίκτῳ.
Spanish (DGE)
-ον
hecho con harina no cernida, integral, ἄρτος Hp.Aff.52.