ἀπηρής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπηρής''': -ές, (πηρὸς) ὁ μὴ πεπηρωμένος, ὁ μὴ παθὼν πήρωσιν, ἄρτιος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 888. - Ἐπίρρ. -ρῶς, ἴδε Κραμήρου Ἀν. Ὀξ. 1. 84. | |lstext='''ἀπηρής''': -ές, (πηρὸς) ὁ μὴ πεπηρωμένος, ὁ μὴ παθὼν πήρωσιν, ἄρτιος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 888. - Ἐπίρρ. -ρῶς, ἴδε Κραμήρου Ἀν. Ὀξ. 1. 84. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀπαρές]] Hsch.<br />[[incólume]], [[indemne]] ἑταῖροι A.R.1.888, cf. <i>EM</i> 122.4G., [[ἀπαρές]]· ὑγιές Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[incólume]], [[sin desastres]] νόστος A.R.1.556, cf. Hdn.Gr.1.71. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
ές,
A = ἄπηρος, unh armed, A.R.1.888 (ap.EM122.4; ἀπήμοσιν codd.), v.l. A.R.1.556 (on the accent v. Hdn.Gr.1.7).
German (Pape)
[Seite 290] ές (πηρός), nicht verstümmelt, unversehrt, Ap. Rh. 1, 888.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπηρής: -ές, (πηρὸς) ὁ μὴ πεπηρωμένος, ὁ μὴ παθὼν πήρωσιν, ἄρτιος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 888. - Ἐπίρρ. -ρῶς, ἴδε Κραμήρου Ἀν. Ὀξ. 1. 84.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): ἀπαρές Hsch.
incólume, indemne ἑταῖροι A.R.1.888, cf. EM 122.4G., ἀπαρές· ὑγιές Hsch.
•incólume, sin desastres νόστος A.R.1.556, cf. Hdn.Gr.1.71.