ἀπαναχωρέω: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
(6_7) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαναχωρέω''': ἐπιτεταμένον, ἀντὶ τοῦ [[ἀναχωρέω]], Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. σ. 222, 228· [[μετὰ]] γεν., Θεοφύλ. Σιμοκ. Ἐπιστ. 79· καὶ ἀπαναχώρησις, εως, ἡ, Διόδ. 25. 5· ἐκτὸς ἐὰν ἁπανταχοῦ πρέπῃ νὰ διορθωθῇ [[ἐπαναχωρέω]]. | |lstext='''ἀπαναχωρέω''': ἐπιτεταμένον, ἀντὶ τοῦ [[ἀναχωρέω]], Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. σ. 222, 228· [[μετὰ]] γεν., Θεοφύλ. Σιμοκ. Ἐπιστ. 79· καὶ ἀπαναχώρησις, εως, ἡ, Διόδ. 25. 5· ἐκτὸς ἐὰν ἁπανταχοῦ πρέπῃ νὰ διορθωθῇ [[ἐπαναχωρέω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[marcharse]]op. μένειν Olymp.<i>in Grg</i>.32.4, 33.3<br /><b class="num">•</b>c. gen. μετὰ τὸ ἀ[παναχω] ρῆσαί σε ἐμοῦ <i>PGiss</i>.72.4 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. prep. πρὸς τοὺς Γαλάτας D.C.<i>Epit</i>.9.9.8. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
A pass away, Olymp.in Grg.p.367 J.; v.l. for ἐπ-, J. BJ2.21.5:—Subst. ἀπαναχώρ-ησις, εως, ἡ, v.l. for ἐπ-, D.S.25.6.
German (Pape)
[Seite 278] weg- u. zurückgehen, Aristid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαναχωρέω: ἐπιτεταμένον, ἀντὶ τοῦ ἀναχωρέω, Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 222, 228· μετὰ γεν., Θεοφύλ. Σιμοκ. Ἐπιστ. 79· καὶ ἀπαναχώρησις, εως, ἡ, Διόδ. 25. 5· ἐκτὸς ἐὰν ἁπανταχοῦ πρέπῃ νὰ διορθωθῇ ἐπαναχωρέω.
Spanish (DGE)
marcharseop. μένειν Olymp.in Grg.32.4, 33.3
•c. gen. μετὰ τὸ ἀ[παναχω] ρῆσαί σε ἐμοῦ PGiss.72.4 (II d.C.)
•c. prep. πρὸς τοὺς Γαλάτας D.C.Epit.9.9.8.