ἀπροσποίητος: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(6_18) |
(big3_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπροσποίητος''': -ον, ὁ, ὁ μὴ προσπεποιημένος, φιλίαν [[ὄντως]] ἀκραιφνεστάτην καὶ ἀπροσποίητον Τζέτζ. Ἐπιστ. 7. σ. 10. - Ἐπίρρ. -τως Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 93. | |lstext='''ἀπροσποίητος''': -ον, ὁ, ὁ μὴ προσπεποιημένος, φιλίαν [[ὄντως]] ἀκραιφνεστάτην καὶ ἀπροσποίητον Τζέτζ. Ἐπιστ. 7. σ. 10. - Ἐπίρρ. -τως Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 93. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[real]], [[verdadero]], <i>SEG</i> 3.226.14 (Atenas II d.C.), φιλία Tz.<i>Ep</i>.7.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[realmente]], [[verdaderamente]] ἀ. ἐδάκρυεν D.S.32.24, ἀ. ... ἀποτεμνόμενος Gr.Nyss.M.46.312B. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unfeigned, in Adv. -τως D.S.32.24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσποίητος: -ον, ὁ, ὁ μὴ προσπεποιημένος, φιλίαν ὄντως ἀκραιφνεστάτην καὶ ἀπροσποίητον Τζέτζ. Ἐπιστ. 7. σ. 10. - Ἐπίρρ. -τως Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 93.
Spanish (DGE)
-ον
1 real, verdadero, SEG 3.226.14 (Atenas II d.C.), φιλία Tz.Ep.7.
2 adv. -ως realmente, verdaderamente ἀ. ἐδάκρυεν D.S.32.24, ἀ. ... ἀποτεμνόμενος Gr.Nyss.M.46.312B.