ἀπροσποίητος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ἀπροσποίητον, unfeigned, in Adv. ἀπροσποιήτως D.S.32.24.
Spanish (DGE)
-ον
1 real, verdadero, SEG 3.226.14 (Atenas II d.C.), φιλία Tz.Ep.7.
2 adv. -ως realmente, verdaderamente ἀ. ἐδάκρυεν D.S.32.24, ἀ. ... ἀποτεμνόμενος Gr.Nyss.M.46.312B.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσποίητος: -ον, ὁ, ὁ μὴ προσπεποιημένος, φιλίαν ὄντως ἀκραιφνεστάτην καὶ ἀπροσποίητον Τζέτζ. Ἐπιστ. 7. σ. 10. - Ἐπίρρ. -τως Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 93.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπροσποίητος, -ον)
αυτός που δεν προσποιείται, ανυπόκριτος.