ἀρρενοτόκος: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_16) |
(big3_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρρενοτόκος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ἄρρενα τέκνα τίκτουσα, ἀρρενογόνος, Ἀριστ. π. Ζ. 1. 18, 21. | |lstext='''ἀρρενοτόκος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ἄρρενα τέκνα τίκτουσα, ἀρρενογόνος, Ἀριστ. π. Ζ. 1. 18, 21. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que pare hijos varones]] ὥσπερ ἐξ ἀγόνων γόνιμοι, οὕτω καὶ ἐκ θηλυτόκων ἀρρενοτόκοι Arist.<i>GA</i> 723<sup>a</sup>27, μετὰ γυναικείου γάλακτος ἀρρενοτόκου Gal.14.519. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A bearing male children, Arist.GA723a27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρενοτόκος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ἄρρενα τέκνα τίκτουσα, ἀρρενογόνος, Ἀριστ. π. Ζ. 1. 18, 21.
Spanish (DGE)
-ον
que pare hijos varones ὥσπερ ἐξ ἀγόνων γόνιμοι, οὕτω καὶ ἐκ θηλυτόκων ἀρρενοτόκοι Arist.GA 723a27, μετὰ γυναικείου γάλακτος ἀρρενοτόκου Gal.14.519.