ἀροτρίαμα: Difference between revisions
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(6_5) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀροτρίᾱμα''': -ατος, τό, ἄρωμα, ἀλέτρισμα, ὄργωμα, [[μέρος]] ὠργωμένον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1158. | |lstext='''ἀροτρίᾱμα''': -ατος, τό, ἄρωμα, ἀλέτρισμα, ὄργωμα, [[μέρος]] ὠργωμένον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1158. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό [[tierra arada]] Sch.Ar.<i>Pax</i> 1158. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A ploughed land, Sch.Ar.Pax1158.
German (Pape)
[Seite 357] τό, Erkl. von ἄρωμα, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀροτρίᾱμα: -ατος, τό, ἄρωμα, ἀλέτρισμα, ὄργωμα, μέρος ὠργωμένον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1158.
Spanish (DGE)
-ματος, τό tierra arada Sch.Ar.Pax 1158.