ἀτόρητος: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(6_18)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτόρητος''': -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ διατρυπήσῃ, ἄτρωτος, Νόνν. Δ. 14. 380.
|lstext='''ἀτόρητος''': -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ διατρυπήσῃ, ἄτρωτος, Νόνν. Δ. 14. 380.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[impenetrable]], [[invulnerable]] ταυρείην ἀτόρητον ἀπεφλοίωσε Nonn.<i>D</i>.14.380.
}}
}}

Revision as of 12:18, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτόρητος Medium diacritics: ἀτόρητος Low diacritics: ατόρητος Capitals: ΑΤΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: atórētos Transliteration B: atorētos Transliteration C: atoritos Beta Code: a)to/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A not to be pierced, invulnerable, Nonn.D.14.380.

German (Pape)

[Seite 388] nicht zu durchbohren, Nonn. D. 14, 380.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτόρητος: -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ διατρυπήσῃ, ἄτρωτος, Νόνν. Δ. 14. 380.

Spanish (DGE)

-ον
impenetrable, invulnerable ταυρείην ἀτόρητον ἀπεφλοίωσε Nonn.D.14.380.