ἀσυνουσίαστος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(6_17)
(big3_7)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσυνουσίαστος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] συνουσίας, συναναστροφῆς, Ἰω. Χρυσ. τ. 6. σ. 51.
|lstext='''ἀσυνουσίαστος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] συνουσίας, συναναστροφῆς, Ἰω. Χρυσ. τ. 6. σ. 51.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[solitario]] ἀκοινώνητός εἰμι καὶ ἀ. Chrys.<i>Sac</i>.6.12.58.
}}
}}

Revision as of 12:18, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 380] ohne Gemeinschaft, ohne Umgang, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνουσίαστος: -ον, ὁ ἄνευ συνουσίας, συναναστροφῆς, Ἰω. Χρυσ. τ. 6. σ. 51.

Spanish (DGE)

-ον
solitario ἀκοινώνητός εἰμι καὶ ἀ. Chrys.Sac.6.12.58.