ἀσαπής: Difference between revisions
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
(6_7) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσᾰπής''': -ές, (σήπομαι) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς σῆψιν, ὁ μὴ σηπόμενος, κοινῶς, «ἀσάπιστος», Ἱππ. 1150G, Ἀριστ. Πρβλ. 14. 7. - Ἐπίρρ. ἀσαπέως, = ἀπέπτως, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, ἴδε Littré. | |lstext='''ἀσᾰπής''': -ές, (σήπομαι) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς σῆψιν, ὁ μὴ σηπόμενος, κοινῶς, «ἀσάπιστος», Ἱππ. 1150G, Ἀριστ. Πρβλ. 14. 7. - Ἐπίρρ. ἀσαπέως, = ἀπέπτως, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, ἴδε Littré. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[no corrompido]] pred. [[sin corromper]] de la meninge, Hp.<i>Epid</i>.5.27.<br /><b class="num">2</b> [[incorruptible]] de lo que está en movimiento, Arist.<i>Pr</i>.909<sup>b</sup>4, τὸ ξηρότερον ἀσαπέστερον lo más seco se corrompe menos</i> Arist.<i>Pr</i>.909<sup>b</sup>27, de ciertas maderas, Thphr.<i>HP</i> 3.8.4, 12.3, 17.5, Ph.<i>Qu.Ge</i>.2.4.32<br /><b class="num">•</b>fig. de libros [[imperecedero]], <i>Corp.Herm.Fr</i>.23.8.<br /><b class="num">3</b> adv. -έως medic. [[sin fermentar]] τοῦ πτυάλου ... καταγλισχραινομένου ἀ. Hp.<i>Acut</i>.16. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 21 August 2017
English (LSJ)
ές, (σήπομαι)
A not decayed, Hp.Epid.5.27, Arist.Pr.909b4, Thphr.HP3.12.3. Adv. -έως, = ἀπέπτως (acc. to Gal. ad loc.), Hp. Acut.16.
German (Pape)
[Seite 368] ές, nicht faulend, Stob. ecl. ph. 2 p. 934.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσᾰπής: -ές, (σήπομαι) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς σῆψιν, ὁ μὴ σηπόμενος, κοινῶς, «ἀσάπιστος», Ἱππ. 1150G, Ἀριστ. Πρβλ. 14. 7. - Ἐπίρρ. ἀσαπέως, = ἀπέπτως, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, ἴδε Littré.
Spanish (DGE)
-ές
1 no corrompido pred. sin corromper de la meninge, Hp.Epid.5.27.
2 incorruptible de lo que está en movimiento, Arist.Pr.909b4, τὸ ξηρότερον ἀσαπέστερον lo más seco se corrompe menos Arist.Pr.909b27, de ciertas maderas, Thphr.HP 3.8.4, 12.3, 17.5, Ph.Qu.Ge.2.4.32
•fig. de libros imperecedero, Corp.Herm.Fr.23.8.
3 adv. -έως medic. sin fermentar τοῦ πτυάλου ... καταγλισχραινομένου ἀ. Hp.Acut.16.