ἄϋλος: Difference between revisions
Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los
(6_3) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄϋλος''': [ῡ], -ον, στερούμενος ὕλης, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 5. 28, Κλήμ. Ἀλ. 928· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 729 κἑξ. - Ἐπίρρ. ἀΰλως Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. 39, Διον. Ἀεροπ. σ. 18. 174, 235 κτλ. 2) ἴδε ἐν λ. [[ἄνυλος]]. | |lstext='''ἄϋλος''': [ῡ], -ον, στερούμενος ὕλης, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 5. 28, Κλήμ. Ἀλ. 928· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 729 κἑξ. - Ἐπίρρ. ἀΰλως Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. 39, Διον. Ἀεροπ. σ. 18. 174, 235 κτλ. 2) ἴδε ἐν λ. [[ἄνυλος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de abstr. [[desprovisto de materia]], [[inmaterial]] [[ἀρετή]] Plu.2.440e, ὁ θεός Plu.2.1085c, cf. Iambl.<i>Myst</i>.5.15, αἱ ποιότητες Plu.2.1086a, νοῦς Ph.1.61, cf. Euagr.Pont.M.79.1181A, αἱ ποιήσεις καὶ αἱ πράξεις Plot.2.4.12, μέγεθος Plot.3.6.16, λόγος Plot.5.8.2, ψυχή Porph.<i>Sent</i>.37, οὐσία Porph.<i>Sent</i>.17, Iul.<i>Or</i>.11.140c, τὸ αὐγοειδές Hierocl.<i>in CA</i> 26.22, de los ángeles, Gr.Naz.M.36.320D, de la oración ἄ. ... καὶ νοητὴ θεωρία Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.proem.6.17, ὄναρ Marin.<i>Procl</i>.36<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἄυλον [[la inmaterialidad]] Porph.<i>Sent</i>.29.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[que está libre de las cosas materiales]], [[ascético]] ἄνθρωποι Ath.Al.M.28.848B.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[de un modo inmaterial]] ἡ δὲ διαλεκτικὴ καὶ ἡ σοφία ... ἀύλως πάντα εἰς χρῆσιν προφέρει τῇ φρονήσει la dialéctica y la sabiduría proveen a la prudencia de un modo inmaterial de todas las reglas para su utilización</i> Plot.1.3.6, cf. Simp.<i>in Cael</i>.441.4.<br /><b class="num">2</b> [[de un modo intuitivo]] ref. al conocimiento divino por op. al conocimiento por los sentidos ἡ θεία σοφία γινώσκουσα, γνώσεται πάντα, ἀύ. τὰ ὑλικά Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.869B, cf. Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.210. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 21 August 2017
English (LSJ)
[ῡ], ον,
A immaterial, dub. in Arist.GC322a28(v. foreg. I. 3); ἀρετή Plu.2.440e; θεός ib.1085c; οὐσία Jul.Or.4.140c; τὸ ἄ. Hierocl. in CA26p.481M.: Comp. -ότερος, νοῦς Ph.1.61. Adv. -λως Plot.1.3.6, Iamb.Myst.5.15, Simp. in Cael.441.4, etc. 2 v. ἄνυλος.
German (Pape)
[Seite 393] (ὕλη), = ἄνυλος, ahne Stoff, unkörperlich, Plut. de virt. mor. 1. S. Lob. ad Phryn. p. 729.
Greek (Liddell-Scott)
ἄϋλος: [ῡ], -ον, στερούμενος ὕλης, Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 5. 28, Κλήμ. Ἀλ. 928· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 729 κἑξ. - Ἐπίρρ. ἀΰλως Ἀνδρ. Κρήτ. 39, Διον. Ἀεροπ. σ. 18. 174, 235 κτλ. 2) ἴδε ἐν λ. ἄνυλος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de abstr. desprovisto de materia, inmaterial ἀρετή Plu.2.440e, ὁ θεός Plu.2.1085c, cf. Iambl.Myst.5.15, αἱ ποιότητες Plu.2.1086a, νοῦς Ph.1.61, cf. Euagr.Pont.M.79.1181A, αἱ ποιήσεις καὶ αἱ πράξεις Plot.2.4.12, μέγεθος Plot.3.6.16, λόγος Plot.5.8.2, ψυχή Porph.Sent.37, οὐσία Porph.Sent.17, Iul.Or.11.140c, τὸ αὐγοειδές Hierocl.in CA 26.22, de los ángeles, Gr.Naz.M.36.320D, de la oración ἄ. ... καὶ νοητὴ θεωρία Gr.Nyss.Hom.in Cant.proem.6.17, ὄναρ Marin.Procl.36
•subst. τὸ ἄυλον la inmaterialidad Porph.Sent.29.
2 de pers. que está libre de las cosas materiales, ascético ἄνθρωποι Ath.Al.M.28.848B.
II adv. -ως
1 de un modo inmaterial ἡ δὲ διαλεκτικὴ καὶ ἡ σοφία ... ἀύλως πάντα εἰς χρῆσιν προφέρει τῇ φρονήσει la dialéctica y la sabiduría proveen a la prudencia de un modo inmaterial de todas las reglas para su utilización Plot.1.3.6, cf. Simp.in Cael.441.4.
2 de un modo intuitivo ref. al conocimiento divino por op. al conocimiento por los sentidos ἡ θεία σοφία γινώσκουσα, γνώσεται πάντα, ἀύ. τὰ ὑλικά Dion.Ar.DN M.3.869B, cf. Gr.Nyss.Eun.2.210.