αὐλιστήριον: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
(6_21) |
(big3_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐλιστήριον''': τό, [[μάνδρα]], Στοβ. Ἐκκλ. 1. 1074, [[κατάλυμα]], Ἀκύλ. Π. Δ., Ἡσύχ. ἐν λ. συοβαύβαλοι. | |lstext='''αὐλιστήριον''': τό, [[μάνδρα]], Στοβ. Ἐκκλ. 1. 1074, [[κατάλυμα]], Ἀκύλ. Π. Δ., Ἡσύχ. ἐν λ. συοβαύβαλοι. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό<br />[[redil]], [[aprisco]] Aq.<i>Is</i>.10.29, <i>Corp.Herm.Fr</i>.25.7, Hsch.s.u. συοβαύβαλοι. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 21 August 2017
English (LSJ)
τό,
A stall, steading, Herm. ap. Stob.1.49.68, Aq.Is.10.29, Hsch. s.v. συοβαύβαλοι.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλιστήριον: τό, μάνδρα, Στοβ. Ἐκκλ. 1. 1074, κατάλυμα, Ἀκύλ. Π. Δ., Ἡσύχ. ἐν λ. συοβαύβαλοι.
Spanish (DGE)
-ου, τό
redil, aprisco Aq.Is.10.29, Corp.Herm.Fr.25.7, Hsch.s.u. συοβαύβαλοι.