βαρυκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
(6_17)
(big3_8)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰρῠκέφᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων βαρεῖαν τὴν κεφαλήν, βαρὺς τὸν νοῦν, χονδροκέφαλος, Ἰουστῖν. Μ.· -ὁ ἔχων μεγάλην κεφαλήν, ἐπὶ κυνῶν, Ἀρρ. Κυν. 4. 4. ΙΙ. μεταφ., ὁ βαρὺ ἔχων τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] (ἐπὶ οἰκοδομημάτων), Βιτρούβ 3. 2.
|lstext='''βᾰρῠκέφᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων βαρεῖαν τὴν κεφαλήν, βαρὺς τὸν νοῦν, χονδροκέφαλος, Ἰουστῖν. Μ.· -ὁ ἔχων μεγάλην κεφαλήν, ἐπὶ κυνῶν, Ἀρρ. Κυν. 4. 4. ΙΙ. μεταφ., ὁ βαρὺ ἔχων τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] (ἐπὶ οἰκοδομημάτων), Βιτρούβ 3. 2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de perros [[de cabeza grande]] Arr.<i>Cyn</i>.4.4.<br /><b class="num">2</b> fig. de templos [[con columnas de gran capitel]] cf. lat. <i>barycephalae aedes</i> Vitr.3.3.5.
}}
}}

Revision as of 12:20, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠκέφᾰλος Medium diacritics: βαρυκέφαλος Low diacritics: βαρυκέφαλος Capitals: ΒΑΡΥΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: baryképhalos Transliteration B: barykephalos Transliteration C: varykefalos Beta Code: baruke/falos

English (LSJ)

ον,

   A large- or heavy-headed, of dogs, Arr.Cyn.4.4.    II metaph., top-heavy, Vitr.3.3.5.

German (Pape)

[Seite 434] schwerköpfig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων βαρεῖαν τὴν κεφαλήν, βαρὺς τὸν νοῦν, χονδροκέφαλος, Ἰουστῖν. Μ.· -ὁ ἔχων μεγάλην κεφαλήν, ἐπὶ κυνῶν, Ἀρρ. Κυν. 4. 4. ΙΙ. μεταφ., ὁ βαρὺ ἔχων τὸ ἀνώτατον μέρος (ἐπὶ οἰκοδομημάτων), Βιτρούβ 3. 2.

Spanish (DGE)

-ον
1 de perros de cabeza grande Arr.Cyn.4.4.
2 fig. de templos con columnas de gran capitel cf. lat. barycephalae aedes Vitr.3.3.5.