γελοιότης: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(6_12) |
(big3_9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γελοιότης''': -ητος, ἡ, τὸ εἶναί τινα ἢ τι γελοῖον, Ἀθήν. 497F. | |lstext='''γελοιότης''': -ητος, ἡ, τὸ εἶναί τινα ἢ τι γελοῖον, Ἀθήν. 497F. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ητος, ἡ<br />[[ridiculez]] τῇ γελοιότητι τοῦ ὀνόματος προσπαίξας Ath.497f, γ. καὶ ἠλιθιότης Cyr.Al.M.71.196B. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 21 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A absurdity, Ath.11.497f.
German (Pape)
[Seite 479] ητος, ἡ, Lächerlichkeit, Ath. XI, 497 f.
Greek (Liddell-Scott)
γελοιότης: -ητος, ἡ, τὸ εἶναί τινα ἢ τι γελοῖον, Ἀθήν. 497F.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
ridiculez τῇ γελοιότητι τοῦ ὀνόματος προσπαίξας Ath.497f, γ. καὶ ἠλιθιότης Cyr.Al.M.71.196B.