δαιμονίς: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(6_12)
(big3_10)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δαιμονίς''': -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ [[δαίμων]] Πρόκλ. Τιμ. 15, Ἑρμείας Φαίδρ. 87.
|lstext='''δαιμονίς''': -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ [[δαίμων]] Πρόκλ. Τιμ. 15, Ἑρμείας Φαίδρ. 87.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br />[[genio femenino]] αἱ θεῖαι δαιμονίδες Procl.<i>in Ti</i>.1.47.16, 50.18, δαιμονίσιν ἢ καὶ θειοτέραις τάξεσι Herm.<i>in Phdr</i>.87.
}}
}}

Revision as of 12:22, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιμονίς Medium diacritics: δαιμονίς Low diacritics: δαιμονίς Capitals: ΔΑΙΜΟΝΙΣ
Transliteration A: daimonís Transliteration B: daimonis Transliteration C: daimonis Beta Code: daimoni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, fem. of δαίμων, Procl.in Ti.1.47 D., in Prm. p.643S., Herm. in Phdr.p.87 A.:—also δαιμόν-ισσα, ἡ, PMag.Leid.W.16.48.

German (Pape)

[Seite 515] ίδος, ἡ fem. zu δαίμοών, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονίς: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ δαίμων Πρόκλ. Τιμ. 15, Ἑρμείας Φαίδρ. 87.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
genio femenino αἱ θεῖαι δαιμονίδες Procl.in Ti.1.47.16, 50.18, δαιμονίσιν ἢ καὶ θειοτέραις τάξεσι Herm.in Phdr.87.