δαμάσιππος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(6_18) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δᾰμάσιππος''': -ον, ὁ τοὺς ἵππους δαμάζων, [[Λυδία]] Βακχυλ. 3, 23· ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Λαμπροκλ. παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Νεφ. 964, ἴδε Στησίχορ. 97 Kleine. | |lstext='''δᾰμάσιππος''': -ον, ὁ τοὺς ἵππους δαμάζων, [[Λυδία]] Βακχυλ. 3, 23· ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Λαμπροκλ. παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Νεφ. 964, ἴδε Στησίχορ. 97 Kleine. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(δᾰμάσιππος) -ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-μᾰ-]<br />[[domador de caballos]] epít. de Atenea, Lamprocl.1, Corn.<i>ND</i> 20, de Lidia, B.3.23, de las amazonas, Orph.<i>A</i>.740 (δάμνιππ- cód.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
[μᾰ], ον,
A horse-taming, of Athena, Lamprocl.1.4 (perh.Stes., cf.Sch.Aristid.3.537 D.), cf. Corn.ND20; Αυδία B.3.23.
German (Pape)
[Seite 521] Pferde bändigend, Lamprocl. bei Schol. Ar. Nub. 964.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμάσιππος: -ον, ὁ τοὺς ἵππους δαμάζων, Λυδία Βακχυλ. 3, 23· ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Λαμπροκλ. παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Νεφ. 964, ἴδε Στησίχορ. 97 Kleine.
Spanish (DGE)
(δᾰμάσιππος) -ου, ὁ
• Prosodia: [-μᾰ-]
domador de caballos epít. de Atenea, Lamprocl.1, Corn.ND 20, de Lidia, B.3.23, de las amazonas, Orph.A.740 (δάμνιππ- cód.).