γωνιόπους: Difference between revisions
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
(6_15) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γωνιόπους''': ὁ, ἡ,-ποῦν, τ ό, ὁ ἔχων διεστραμμένους τοὺς πόδας, Διογ. Λ. 9. 116. | |lstext='''γωνιόπους''': ὁ, ἡ,-ποῦν, τ ό, ὁ ἔχων διεστραμμένους τοὺς πόδας, Διογ. Λ. 9. 116. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ποδος [[patituerto]] Ζεῦξις D.L.9.116. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, γωνιόπουν, τό, gen. ποδος,
A crook-footed, D.L.9.116.
German (Pape)
[Seite 512] winkel-, d. i. krummfüßig, D. L. 9, 116.
Greek (Liddell-Scott)
γωνιόπους: ὁ, ἡ,-ποῦν, τ ό, ὁ ἔχων διεστραμμένους τοὺς πόδας, Διογ. Λ. 9. 116.
Spanish (DGE)
-ποδος patituerto Ζεῦξις D.L.9.116.