δειλανδρέω: Difference between revisions
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
(6_6) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δειλανδρέω''': εἶμαι [[δειλός]], [[ἄνανδρος]], Ἰώσηπ. Μακκ. 10 | |lstext='''δειλανδρέω''': εἶμαι [[δειλός]], [[ἄνανδρος]], Ἰώσηπ. Μακκ. 10 | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [graf. aor. subj. δειλανδρείσῃς Ephr.Syr.3.393D]<br />[[acobardarse]], [[flaquear]] οἱ δειλανδροῦντες καὶ ἀπιστοῦντες LXX 2<i>Ma</i>.8.13, cf. 4<i>Ma</i>.10.14, Mac.Aeg.<i>Serm</i>.B.50.4.8, μὴ [[ἄλλος]] σε πειρασμὸς λήψεται ... καὶ οὐχ ὑπομείνῃς ἀλλὰ δειλανδρήσῃς <i>A.Paul.et Thecl</i>.25, μὴ δειλανδρείσῃς παντελῶς Ephr.Syr.l.c., cf. Gr.Nyss.<i>Ref.Eun</i>.409.7. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 August 2017
English (LSJ)
A to be cowardly, LXX 2 Ma.8.13, 4 Ma.10.14.
German (Pape)
[Seite 536] feig sein, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δειλανδρέω: εἶμαι δειλός, ἄνανδρος, Ἰώσηπ. Μακκ. 10
Spanish (DGE)
• Morfología: [graf. aor. subj. δειλανδρείσῃς Ephr.Syr.3.393D]
acobardarse, flaquear οἱ δειλανδροῦντες καὶ ἀπιστοῦντες LXX 2Ma.8.13, cf. 4Ma.10.14, Mac.Aeg.Serm.B.50.4.8, μὴ ἄλλος σε πειρασμὸς λήψεται ... καὶ οὐχ ὑπομείνῃς ἀλλὰ δειλανδρήσῃς A.Paul.et Thecl.25, μὴ δειλανδρείσῃς παντελῶς Ephr.Syr.l.c., cf. Gr.Nyss.Ref.Eun.409.7.