διαλωβάομαι: Difference between revisions
διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing
(6_5) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαλωβάομαι''': ἀποθ., ἐπιτεταμ. τοῦ λωβάομαι, Πολύβ. 11. 4, 1, κτλ.·-μετοχ. παθ. πρκμ. [[μετὰ]] παθ. σημασ., Πλούτ. Καίσ. 68, κτλ. | |lstext='''διαλωβάομαι''': ἀποθ., ἐπιτεταμ. τοῦ λωβάομαι, Πολύβ. 11. 4, 1, κτλ.·-μετοχ. παθ. πρκμ. [[μετὰ]] παθ. σημασ., Πλούτ. Καίσ. 68, κτλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [act. Mich.<i>in EN</i> 503.21]<br /><b class="num">1</b> [[destruir]], [[mutilar]] τὸ ὅλον σῶμα Did.<i>in D</i>.13.12, cf. <i>Orac.Sib</i>.12.66, Chrys.M.55.353, en v. pas. τὸ σῶμα ... ταῖς πληγαῖς διαλελωβημένον Plu.<i>Caes</i>.68, τῶν ἐκ τῆς χαλεπῆς νόσου διαλωβηθέντων Gr.Nyss.<i>Paup</i>.2.113.28<br /><b class="num">•</b>fig. [[pervertir]] en v. pas. διαλελωβημέναι δόξαι opiniones pervertidas</i> Plu.2.986e.<br /><b class="num">2</b> [[profanar]], [[ultrajar]] las ofrendas de un santuario, Plb.11.7.2, τὰ μὲν πυρί, τὰ δὲ σιδήρῳ διελωβᾶτο τῶν ἱερῶν Str.17.1.27, τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ Gr.Nyss.<i>V.Gr.Thaum</i>.45.9, τὸν ὑγιαίνοντα τῆς πίστεως λόγον Gr.Nyss.<i>Maced</i>.89.8<br /><b class="num">•</b>[[vilipendiar]] τὴν τοῦ Παρμενίδου πραγματείαν Procl.<i>Theol.Plat</i>.1.38.24. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
Dep. strengthd. for λωβάομαι, Plb.11.7.2: pf. part. Pass., in pass. sense, Plu.Caes.68: metaph.,
A δόξαι διαλελωβημέναι Id.2.986e.—Act. -λωβάω only late, Mich.in EN503.21.
German (Pape)
[Seite 588] dep. med., ganz verstümmeln, ἀναθήματα Pol. 11, 4; διαλελωβημένος, verderbt, verschlechtert, Plut., z. B. σῶμα πληγαῖς Caes. 58.
Greek (Liddell-Scott)
διαλωβάομαι: ἀποθ., ἐπιτεταμ. τοῦ λωβάομαι, Πολύβ. 11. 4, 1, κτλ.·-μετοχ. παθ. πρκμ. μετὰ παθ. σημασ., Πλούτ. Καίσ. 68, κτλ.
Spanish (DGE)
• Morfología: [act. Mich.in EN 503.21]
1 destruir, mutilar τὸ ὅλον σῶμα Did.in D.13.12, cf. Orac.Sib.12.66, Chrys.M.55.353, en v. pas. τὸ σῶμα ... ταῖς πληγαῖς διαλελωβημένον Plu.Caes.68, τῶν ἐκ τῆς χαλεπῆς νόσου διαλωβηθέντων Gr.Nyss.Paup.2.113.28
•fig. pervertir en v. pas. διαλελωβημέναι δόξαι opiniones pervertidas Plu.2.986e.
2 profanar, ultrajar las ofrendas de un santuario, Plb.11.7.2, τὰ μὲν πυρί, τὰ δὲ σιδήρῳ διελωβᾶτο τῶν ἱερῶν Str.17.1.27, τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ Gr.Nyss.V.Gr.Thaum.45.9, τὸν ὑγιαίνοντα τῆς πίστεως λόγον Gr.Nyss.Maced.89.8
•vilipendiar τὴν τοῦ Παρμενίδου πραγματείαν Procl.Theol.Plat.1.38.24.