διεκπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source
(6_5)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διεκπορεύομαι''': ἀποθ., [[ἐξέρχομαι]] ἐντελῶς διὰ μέσου, Διον. Ἁλ. 9. 26.
|lstext='''διεκπορεύομαι''': ἀποθ., [[ἐξέρχομαι]] ἐντελῶς διὰ μέσου, Διον. Ἁλ. 9. 26.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[pasar a través de]] c. [[διά]] y gen. διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας ὡς διὰ χειμάρρου διεκπορεύεται πάντα τὰ σώματα M.Ant.7.19<br /><b class="num">•</b>[[salir]], [[escapar]] κυκλωθέντες ... οὔτε πρόσω διεκπορευέσθαι δυνάμενοι D.H.9.26.
}}
}}

Revision as of 12:25, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκπορεύομαι Medium diacritics: διεκπορεύομαι Low diacritics: διεκπορεύομαι Capitals: ΔΙΕΚΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: diekporeúomai Transliteration B: diekporeuomai Transliteration C: diekporeyomai Beta Code: diekporeu/omai

English (LSJ)

   A go out through, D.H.9.26; pass through, traverse, διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας M.Ant.7.19.

German (Pape)

[Seite 618] heraus- u. durchgehen, Dion. Hal. 9, 26; διά τινος, M. Ant. 7, 19.

Greek (Liddell-Scott)

διεκπορεύομαι: ἀποθ., ἐξέρχομαι ἐντελῶς διὰ μέσου, Διον. Ἁλ. 9. 26.

Spanish (DGE)

pasar a través de c. διά y gen. διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας ὡς διὰ χειμάρρου διεκπορεύεται πάντα τὰ σώματα M.Ant.7.19
salir, escapar κυκλωθέντες ... οὔτε πρόσω διεκπορευέσθαι δυνάμενοι D.H.9.26.