διαψηφιστός: Difference between revisions
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
(6_10) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαψηφιστός''': -ή, -όν, ἐκλεχθεὶς διὰ ψήφου, ἀρχαὶ κρυπτῇ ψήφῳ δ. Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 3. 17. | |lstext='''διαψηφιστός''': -ή, -όν, ἐκλεχθεὶς διὰ ψήφου, ἀρχαὶ κρυπτῇ ψήφῳ δ. Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 3. 17. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[elegido]] por votación αἱ δὲ μέγισται (ἀρχαί) κρυπτῇ ψήφῳ ... διαψηφισταί Anaximen.<i>Rh</i>.1424<sup>b</sup>3. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A elected, ἀρχαὶ κρυπτῇ ψήφῳ δ. Arist.Rh.Al.1424b2.
German (Pape)
[Seite 614] durch Abstimmen gewählt, Arist. rhet. Alex. 3. ἀρχαί
Greek (Liddell-Scott)
διαψηφιστός: -ή, -όν, ἐκλεχθεὶς διὰ ψήφου, ἀρχαὶ κρυπτῇ ψήφῳ δ. Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 3. 17.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
elegido por votación αἱ δὲ μέγισται (ἀρχαί) κρυπτῇ ψήφῳ ... διαψηφισταί Anaximen.Rh.1424b3.