δισσοτόκος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(6_17) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δισσοτόκος''': -ον, ὁ δὶς γεννῶν, Νόνν. Δ. 5. 199. ΙΙ. προπαροξ. δισσότοκος, ον, ὁ δὶς γεννηθείς, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, ὁ αὐτ. 1. 4. | |lstext='''δισσοτόκος''': -ον, ὁ δὶς γεννῶν, Νόνν. Δ. 5. 199. ΙΙ. προπαροξ. δισσότοκος, ον, ὁ δὶς γεννηθείς, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, ὁ αὐτ. 1. 4. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que ha parido dos veces]] μήτηρ de Ino, Nonn.<i>D</i>.5.199, Νεφέλη Nonn.<i>D</i>.9.304. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A bearing twice, Nonn.D.5.199. II proparox., δισσότοκος, ον, twice-born, of Bacchus, ib.1.4.
German (Pape)
[Seite 643] zweimal gebärend; νηδύς Apollnds. 4 (VII, 742); μήτηρ Nonn. D. 5, 199. – Aber δισσότοκος, zweimal geboren; Dionysos, Nonn. D. 1, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δισσοτόκος: -ον, ὁ δὶς γεννῶν, Νόνν. Δ. 5. 199. ΙΙ. προπαροξ. δισσότοκος, ον, ὁ δὶς γεννηθείς, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, ὁ αὐτ. 1. 4.
Spanish (DGE)
-ον
que ha parido dos veces μήτηρ de Ino, Nonn.D.5.199, Νεφέλη Nonn.D.9.304.