ἔγγαμος: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(6_17)
 
(big3_13)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔγγᾰμος''': -ον, νενυμφευμένος, «ὑπανδρευμένος», Ἰω. Χρυσ. πρὸς Κορινθ. τ. 3. σ. 408.
|lstext='''ἔγγᾰμος''': -ον, νενυμφευμένος, «ὑπανδρευμένος», Ἰω. Χρυσ. πρὸς Κορινθ. τ. 3. σ. 408.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[casado]]op. παρθένος Gr.Nyss.<i>Res</i>.249.20, Cyr.H.<i>Catech</i>.17.7, Epiph.Const.<i>Haer</i>.67.2.6.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ ἔ. [[matrimonio]] ἡ ἐγγάμων καὶ παιδοποιίας [[διαδοχή]] Didym.<i>in Zach</i>.1.234.
}}
}}

Revision as of 12:27, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἔγγᾰμος: -ον, νενυμφευμένος, «ὑπανδρευμένος», Ἰω. Χρυσ. πρὸς Κορινθ. τ. 3. σ. 408.

Spanish (DGE)

-ον
1 casadoop. παρθένος Gr.Nyss.Res.249.20, Cyr.H.Catech.17.7, Epiph.Const.Haer.67.2.6.
2 subst. ὁ ἔ. matrimonio ἡ ἐγγάμων καὶ παιδοποιίας διαδοχή Didym.in Zach.1.234.