ἐγρηγορικός: Difference between revisions
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
(6_10) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγρηγορικός''': -ή, -όν, ἐγρηγορώς, [[ἔξυπνος]] ἢ ὁ ἐν ἐγρηγόρσει γινόμενος, πράξεις, κινήσεις Ἀριστ. π. Ὕπν. καὶ Ἐγρηγόρσ. 2. 19, κτλ. | |lstext='''ἐγρηγορικός''': -ή, -όν, ἐγρηγορώς, [[ἔξυπνος]] ἢ ὁ ἐν ἐγρηγόρσει γινόμενος, πράξεις, κινήσεις Ἀριστ. π. Ὕπν. καὶ Ἐγρηγόρσ. 2. 19, κτλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de abstr. [[propio del estado de vigilia]] πράξεις Arist.<i>Somn.Vig</i>.456<sup>a</sup>28, cf. 25, κινήσεις Arist.<i>Diu.Som</i>.463<sup>a</sup>9, cf. Them.<i>in PN</i> 23.12<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. εἰ ... ὁτιοῦν ἀναγκασθεῖεν ἐγρηγορικὸν διαπράξασθαι si se vieran obligados a hacer lo que hacen cuando están despiertos</i> Gal.10.493.<br /><b class="num">2</b> de pers., fig. [[bien despierto]], [[alerta]], [[vigilante]] ἐγρηγορικοῦ τινος ποιμένος ἐπιστασίᾳ Basil.<i>Ep</i>.28.2.41.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[despierto]], [[en vela]] κατακλίναντα ἡσυχάζειν ἐ. Orib.7.26.155. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A waking, πράξεις, κινήσεις, Arist.Somn.Vig.456a28, Div.Somn.463a
German (Pape)
[Seite 712] wachsam, munter, bes. was im Zustande des Wachens geschieht, πράξεις Arist. somn. 2 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγρηγορικός: -ή, -όν, ἐγρηγορώς, ἔξυπνος ἢ ὁ ἐν ἐγρηγόρσει γινόμενος, πράξεις, κινήσεις Ἀριστ. π. Ὕπν. καὶ Ἐγρηγόρσ. 2. 19, κτλ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1de abstr. propio del estado de vigilia πράξεις Arist.Somn.Vig.456a28, cf. 25, κινήσεις Arist.Diu.Som.463a9, cf. Them.in PN 23.12
•neutr. como adv. εἰ ... ὁτιοῦν ἀναγκασθεῖεν ἐγρηγορικὸν διαπράξασθαι si se vieran obligados a hacer lo que hacen cuando están despiertos Gal.10.493.
2 de pers., fig. bien despierto, alerta, vigilante ἐγρηγορικοῦ τινος ποιμένος ἐπιστασίᾳ Basil.Ep.28.2.41.
II adv. -ῶς despierto, en vela κατακλίναντα ἡσυχάζειν ἐ. Orib.7.26.155.