ἐλαφογενής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(6_7)
(big3_14b)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλᾰφογενής''': -ές, ὁ ἐξ ἐλάφου γενόμενος, «ἐλαφογενές· τῆς ἐλάφου ὁ μυελὸς» Ἡσύχ.
|lstext='''ἐλᾰφογενής''': -ές, ὁ ἐξ ἐλάφου γενόμενος, «ἐλαφογενές· τῆς ἐλάφου ὁ μυελὸς» Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές neutr. subst. τὸ ἐ. [[médula de cierva]] Hsch.
}}
}}

Revision as of 12:29, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 792] ές, vom Hirsche kommend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾰφογενής: -ές, ὁ ἐξ ἐλάφου γενόμενος, «ἐλαφογενές· τῆς ἐλάφου ὁ μυελὸς» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ές neutr. subst. τὸ ἐ. médula de cierva Hsch.