ἐλαφογενής
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
German (Pape)
[Seite 792] ές, vom Hirsche kommend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾰφογενής: -ές, ὁ ἐξ ἐλάφου γενόμενος, «ἐλαφογενές· τῆς ἐλάφου ὁ μυελὸς» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ές neutr. subst. τὸ ἐ. médula de cierva Hsch.
Greek Monolingual
ἐλαφογενής, -ές (Α)
1. αυτός που προέρχεται ή γίνεται από ελάφι
2. το ουδ. ως ουσ. ο μυελός του ελαφιού.