ἐνθρύβω: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
(6_1) |
(big3_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνθρύβω''': [[ἐνθρύπτω]], τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα Ἁρποκρ. ἐν λέξει ἔνθρυπτα. | |lstext='''ἐνθρύβω''': [[ἐνθρύπτω]], τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα Ἁρποκρ. ἐν λέξει ἔνθρυπτα. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[desmenuzar]] en v. pas. τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα Harp.s.u. ἔνθρυπτα. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 21 August 2017
English (LSJ)
A = ἐνθρύπτω, Harp. s.v. ἔνθρυπτα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθρύβω: ἐνθρύπτω, τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα Ἁρποκρ. ἐν λέξει ἔνθρυπτα.
Spanish (DGE)
desmenuzar en v. pas. τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα Harp.s.u. ἔνθρυπτα.