σελίνινος: Difference between revisions
From LSJ
(11) |
(No difference)
|
Revision as of 00:33, 9 February 2013
English (LSJ)
ον,
A of celery, τράπεζας σελινίνους Tz.ad Lyc.1232 (but σελιγνίας wheaten (acc. pl.) seems prob.: vv.ll. σελινίας, σελινίνας) ; σ. [ἔλαιον] cj. in Sor.2.24 (σελήνου cod.).