συμβουλεύω: Difference between revisions
(11) |
(No difference)
|
Revision as of 00:44, 9 February 2013
English (LSJ)
A advise, counsel, c. dat. pers. et inf., advise one to do a thing, Hdt.1.53,59, 2.107, Th.1.65, etc.; οὐ συμβουλεύων Ερξῃ στρατεύεσθαι advising him not... Hdt.7.46: rarely c. acc. et inf., συμβουλεύω . . συμβῆναι ὑμᾶς I advise that you should... Pl.Prt. 337e, cf. Gal.16.501. 2 without inf., σ. τινί τι Hdt.1.71, etc.; ὅτι ἂν δύνωνται ἀγαθὸν Ἀθηναίοις IG12.106.19; τοῖς ὀλίγον διαπνεομένοις ἀσιτίαν Gal.15.508; τινὶ περί τινος Pl.Prt.319d, etc.; εὖ σ. τινί Thgn.38; σ. τι recommend a measure, τὰ ἄριστα Hdt.7.237; χρηστόν τι Ar.Nu.793; πορείαν X.An.5.6.12, etc.: but c. acc. cogn., σ. συμβουλάς give advice, Pl.Grg.520d:—Pass., συμβουλεύεταί τι advice is given, Id.Ep.330d; τὰ παρὰ τῶν θεῶν συμβουλευόμενα X.Cyr. 1.6.2; τὰ συμβουλευθέντα Isoc.3.13; τὰ -βεβουλευμένα res de consilii sententia actae, IG7.413.58 (Oropus, i B.C., Senatus consultum); of persons, to be advised, ὑπό τινος POxy.118.3 (iii A.D.). 3 folld. by a relat., σ. περί τινος ὡς . . X.Vect.4.30; σύμ μοι βούλευσον, ποτέρην ἄγω Call.Epigr.1.5. 4 abs., advise, give advice, S.OT1370, etc.; ὁ συμβουλεύων or -εύσας adviser, Arist.Rh.1354b31, Lex ap.And.1.96; τὰ συμβουλεύοντα τῶν ποιημάτων didactic poems, Isoc.2.42. II Med., consult with a person, i.e. ask his advice, τινι Hdt.2.107, Pl. Ep.331a, Thg.122a, etc.; τι in a matter, Th.8.68; σ. τι μετά τινος debate a matter with another, Ar.Nu.475: abs., consult, deliberate, X.Cyr.2.1.7, etc.—Act. and Med. opposed, συμβουλευομένου ἂν συμβουλεύσειε τὰ ἄριστα if one asked his advice he would give him the best, Hdt.7.237; [τοῖς Ἕλλησι] συμβουλευομένοις συνεβούλευσε τάδε X.An.2.1.17. 2 = Act., Sch.Hes.Sc.338, f.l. in X.HG6.5.34. 3 agree, make a contract, θύρας λιθίνης ἧς συνεβουλεύσατο κόψαι PMich.Zen.37.3 (iii B.C.).