πύρεθρον: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
(6_22) |
(eksahir) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πύρεθρον''': τό, πυρῖτις [[βοτάνη]], Νικ. Θηρ. 938, Διοσκ. 3. 86, Γαλην., κλπ.· πρβλ. πυρῖτις ΙΙ. | |lstext='''πύρεθρον''': τό, πυρῖτις [[βοτάνη]], Νικ. Θηρ. 938, Διοσκ. 3. 86, Γαλην., κλπ.· πρβλ. πυρῖτις ΙΙ. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[parietaria]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:31, 22 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A pellitory, Anacyclus Pyrethrum, Nic.Th.938, Gal. 12.110, etc.; πύρεθρος (v.l. -ον) Dsc.3.73; cf. πυρῖτις 11.
German (Pape)
[Seite 821] τό, eine hitzige, gewürzige Pflanze; Nic. Ther. 938; Diosc.; vielleicht anthemis pyrethrum, Linn.
Greek (Liddell-Scott)
πύρεθρον: τό, πυρῖτις βοτάνη, Νικ. Θηρ. 938, Διοσκ. 3. 86, Γαλην., κλπ.· πρβλ. πυρῖτις ΙΙ.