ψηφιστικός: Difference between revisions

From LSJ
(6_10)
(47c)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψηφιστικός''': -ή, -όν, [[λογιστικός]], Ἰουστίνου Μάρτ. πρὸς Τρύφωνα Ἰουδ. 85.
|lstext='''ψηφιστικός''': -ή, -όν, [[λογιστικός]], Ἰουστίνου Μάρτ. πρὸς Τρύφωνα Ἰουδ. 85.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ψηφιστής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψηφιστή, [[λογιστικός]].
}}
}}

Latest revision as of 06:15, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1397] zum Rechner, zum Rechnen gehörig, geschickt dazu, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψηφιστικός: -ή, -όν, λογιστικός, Ἰουστίνου Μάρτ. πρὸς Τρύφωνα Ἰουδ. 85.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ψηφιστής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψηφιστή, λογιστικός.