ὠλένιος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(6_4)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠλένιος''': -α, -ον, ὁ κατὰ τὴν ὠλένην ἢ κατὰ τὸν βραχίονα εὑρισκόμενος, αἴξ ὠλ., ὁ ἀστὴρ τῆς αἰγὸς Capella ὁ ἐν τῷ ἀστερισμῷ τοῦ Ἠνιόχου Auraga, Ἄρατ. 164, ἴδε Σχόλ.
|lstext='''ὠλένιος''': -α, -ον, ὁ κατὰ τὴν ὠλένην ἢ κατὰ τὸν βραχίονα εὑρισκόμενος, αἴξ ὠλ., ὁ ἀστὴρ τῆς αἰγὸς Capella ὁ ἐν τῷ ἀστερισμῷ τοῦ Ἠνιόχου Auraga, Ἄρατ. 164, ἴδε Σχόλ.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὠλένιος]], -ία, -ον, ΝΑ [[ὠλένη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ωλένη]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ωλένη]] («ωλένιο [[νεύρο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «αἲξ ὠλενία» — ο [[αστέρας]] της Αιγός που βρίσκεται στον αστερισμό του Ηνιόχου <b>(Άρατ.)</b>.
}}
}}

Revision as of 06:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠλένιος Medium diacritics: ὠλένιος Low diacritics: ωλένιος Capitals: ΩΛΕΝΙΟΣ
Transliteration A: ōlénios Transliteration B: ōlenios Transliteration C: olenios Beta Code: w)le/nios

English (LSJ)

α, ον,

   A in the elbow or arm, αἲξ ὠ. the star Capella in the elbow of Auriga, Arat.164, v. Sch.; misinterpreted as Ὠλένιος (cf. Ὤλενος), Str.8.7.5.    II v. Ὤλενος.

Greek (Liddell-Scott)

ὠλένιος: -α, -ον, ὁ κατὰ τὴν ὠλένην ἢ κατὰ τὸν βραχίονα εὑρισκόμενος, αἴξ ὠλ., ὁ ἀστὴρ τῆς αἰγὸς Capella ὁ ἐν τῷ ἀστερισμῷ τοῦ Ἠνιόχου Auraga, Ἄρατ. 164, ἴδε Σχόλ.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὠλένιος, -ία, -ον, ΝΑ ὠλένη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωλένη
2. αυτός που βρίσκεται στην ωλένη («ωλένιο νεύρο»)
αρχ.
φρ. «αἲξ ὠλενία» — ο αστέρας της Αιγός που βρίσκεται στον αστερισμό του Ηνιόχου (Άρατ.).