ὠστός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6_11)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ὠθέω]], ὃν δύναταί τις νὰ ὠθήσῃ, «ὠστὸν τὸ ἀποδιωκτόν», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 103.
|lstext='''ὠστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ὠθέω]], ὃν δύναταί τις νὰ ὠθήσῃ, «ὠστὸν τὸ ἀποδιωκτόν», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 103.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να ωθήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ωσ</i>- του μέλλ. <i>ὤσω</i> του ρ. <i>ὠθῶ</i>, μτγν. τ. τών σύνθ. σε -<i>ωστος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἄπ</i>-<i>ωστος</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠστός Medium diacritics: ὠστός Low diacritics: ωστός Capitals: ΩΣΤΟΣ
Transliteration A: ōstós Transliteration B: ōstos Transliteration C: ostos Beta Code: w)sto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ὠθέω) ὠστόν· τὸ ἀποδίωκτον, Hdn.Epim.103.

Greek (Liddell-Scott)

ὠστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὠθέω, ὃν δύναταί τις νὰ ὠθήσῃ, «ὠστὸν τὸ ἀποδιωκτόν», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 103.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ωθήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ- του μέλλ. ὤσω του ρ. ὠθῶ, μτγν. τ. τών σύνθ. σε -ωστος (πρβλ. ἄπ-ωστος)].