τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
ἀεργής, -ές (AM)ο άεργος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -εργής < ἔργον.