-η, -ο
1. αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, αργόσχολος, φυγόπονος, τεμπέλης
2. (στη Φυσ.) που δεν μπορεί να παράγει έργο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άεργος, αντί άνεργος, < αρχ. τ. ἀεργος «άνεργος», με αναβιβασμό του τόνου στο προθεματικό στοιχείο της αρνήσεως].