πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
(2) |
(No difference)
|
το
1. έγγραφο που ακυρώνεται από αρμόδια αρχή
2. έγγραφο με το οποίο ακυρώνεται προηγούμενη πράξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άκυρος + χαρτί].