αλειφόβιος: Difference between revisions
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλειφόβιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (περιφρονητικά) αυτός που ζει από την [[άσκηση]] του επαγγέλματος του αλείπτη<br /><b>2.</b> [[φτωχός]], κακομοιριασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀλειφόβιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (περιφρονητικά) αυτός που ζει από την [[άσκηση]] του επαγγέλματος του αλείπτη<br /><b>2.</b> [[φτωχός]], κακομοιριασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλείφω]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀλειφόβιος, -ον (Α)
1. (περιφρονητικά) αυτός που ζει από την άσκηση του επαγγέλματος του αλείπτη
2. φτωχός, κακομοιριασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλείφω + βίος.