αυθυπαρξία: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />το να υπάρχει [[κάτι]] ή [[κάποιος]] από [[μόνος]] του, [[χωρίς]] να οφείλει σε άλλον την ύπαρξή του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυθ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτο</i>-) <span style="color: red;">+</span> <i>ύπαρξη</i> (-ις) (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανυπαρξία]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Α. Φατσέα].
|mltxt=η<br />το να υπάρχει [[κάτι]] ή [[κάποιος]] από [[μόνος]] του, [[χωρίς]] να οφείλει σε άλλον την ύπαρξή του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυθ</i>- (πρβλ. <i>αυτο</i>-) <span style="color: red;">+</span> <i>ύπαρξη</i> (-ις) (πρβλ. [[ανυπαρξία]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Α. Φατσέα].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 23 December 2018

Greek Monolingual

η
το να υπάρχει κάτι ή κάποιος από μόνος του, χωρίς να οφείλει σε άλλον την ύπαρξή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + ύπαρξη (-ις) (πρβλ. ανυπαρξία). Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Α. Φατσέα].