ασφαλτομαστίχη: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ή ασφαλτική [[μαστίχη]], η<br />[[μίγμα]] από [[σκόνη]] ασφαλτούχου ασβεστόλιθου και ρευστή ραφιναρισμένη πισσάσφαλτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου<br /><b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>asphalt mastic</i>, ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>asphalt</i> <span style="color: red;"><</span> [[άσφαλτος]], [[άσφαλτον]] <span style="color: red;">+</span> <i>mastic</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαστίχη]].
|mltxt=ή ασφαλτική [[μαστίχη]], η<br />[[μίγμα]] από [[σκόνη]] ασφαλτούχου ασβεστόλιθου και ρευστή ραφιναρισμένη πισσάσφαλτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου<br />πρβλ. αγγλ. <i>asphalt mastic</i>, ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>asphalt</i> <span style="color: red;"><</span> [[άσφαλτος]], [[άσφαλτον]] <span style="color: red;">+</span> <i>mastic</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαστίχη]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 23 December 2018

Greek Monolingual

ή ασφαλτική μαστίχη, η
μίγμα από σκόνη ασφαλτούχου ασβεστόλιθου και ρευστή ραφιναρισμένη πισσάσφαλτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. asphalt mastic, ελληνογενές < asphalt < άσφαλτος, άσφαλτον + mastic < μαστίχη.