ασφαλτομαστίχη: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ή ασφαλτική [[μαστίχη]], η<br />[[μίγμα]] από [[σκόνη]] ασφαλτούχου ασβεστόλιθου και ρευστή ραφιναρισμένη πισσάσφαλτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου<br /> | |mltxt=ή ασφαλτική [[μαστίχη]], η<br />[[μίγμα]] από [[σκόνη]] ασφαλτούχου ασβεστόλιθου και ρευστή ραφιναρισμένη πισσάσφαλτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου<br />πρβλ. αγγλ. <i>asphalt mastic</i>, ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>asphalt</i> <span style="color: red;"><</span> [[άσφαλτος]], [[άσφαλτον]] <span style="color: red;">+</span> <i>mastic</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαστίχη]]. | ||
}} | }} |