αμπαρώνω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλείνω]] την πόρτα με [[αμπάρα]] για μεγαλύτερη [[ασφάλεια]]<br />η [[μετοχή]] <i>αμπαρωμένος</i> έχει και την [[έννοια]] κλεισμένος στον εαυτό του, [[απρόθυμος]] για [[επικοινωνία]] ή [[συνεννόηση]], [[επιφυλακτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αμπάρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμπάρωμα]], [[αμπαρωτός]]].
|mltxt=[[κλείνω]] την πόρτα με [[αμπάρα]] για μεγαλύτερη [[ασφάλεια]]<br />η [[μετοχή]] <i>αμπαρωμένος</i> έχει και την [[έννοια]] κλεισμένος στον εαυτό του, [[απρόθυμος]] για [[επικοινωνία]] ή [[συνεννόηση]], [[επιφυλακτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αμπάρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμπάρωμα]], [[αμπαρωτός]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:33, 29 December 2020

Greek Monolingual

κλείνω την πόρτα με αμπάρα για μεγαλύτερη ασφάλεια
η μετοχή αμπαρωμένος έχει και την έννοια κλεισμένος στον εαυτό του, απρόθυμος για επικοινωνία ή συνεννόηση, επιφυλακτικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμπάρα.
ΠΑΡ. αμπάρωμα, αμπαρωτός].