αντιδιηγούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(4)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀντιδιηγοῡμαι (-έομαι) (Α)<br /><b>1.</b> [[διηγούμαι]] [[κάτι]] διαφορετικά από κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[διηγούμαι]] κι εγώ με τη [[σειρά]] μου.
|mltxt=ἀντιδιηγοῦμαι (-έομαι) (Α)<br /><b>1.</b> [[διηγούμαι]] [[κάτι]] διαφορετικά από κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[διηγούμαι]] κι εγώ με τη [[σειρά]] μου.
}}
}}

Latest revision as of 16:27, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἀντιδιηγοῦμαι (-έομαι) (Α)
1. διηγούμαι κάτι διαφορετικά από κάποιον άλλο
2. διηγούμαι κι εγώ με τη σειρά μου.