βουλαίος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(7)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=βουλαῑος, -α, -ον (Α) [[βουλή]]<br /><b>1.</b> (για θεούς) αυτός που ανήκει στη Βουλή ή έχει [[σχέση]] μ' αυτήν (π. χ. «τὴν Ἑστίαν ἐπώμοσε τὴν βουλαίαν» — ορκίσου στην Εστία της οποίας το [[άγαλμα]] [[είναι]] στημένο στο Βουλευτήριο)<br /><b>2.</b> (για θνητούς) <b>φρ.</b> «θεῶν βουλαῑος» — [[εκείνος]] που παρευρίσκεται στα συμβούλια των θεών<br /><b>3.</b> (για ιερούς χώρους) αυτός στον οποίο συνέρχεται η Βουλή.
|mltxt=βουλαῖος, -α, -ον (Α) [[βουλή]]<br /><b>1.</b> (για θεούς) αυτός που ανήκει στη Βουλή ή έχει [[σχέση]] μ' αυτήν (π. χ. «τὴν Ἑστίαν ἐπώμοσε τὴν βουλαίαν» — ορκίσου στην Εστία της οποίας το [[άγαλμα]] [[είναι]] στημένο στο Βουλευτήριο)<br /><b>2.</b> (για θνητούς) <b>φρ.</b> «θεῶν βουλαῖος» — [[εκείνος]] που παρευρίσκεται στα συμβούλια των θεών<br /><b>3.</b> (για ιερούς χώρους) αυτός στον οποίο συνέρχεται η Βουλή.
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 28 March 2021

Greek Monolingual

βουλαῖος, -α, -ον (Α) βουλή
1. (για θεούς) αυτός που ανήκει στη Βουλή ή έχει σχέση μ' αυτήν (π. χ. «τὴν Ἑστίαν ἐπώμοσε τὴν βουλαίαν» — ορκίσου στην Εστία της οποίας το άγαλμα είναι στημένο στο Βουλευτήριο)
2. (για θνητούς) φρ. «θεῶν βουλαῖος» — εκείνος που παρευρίσκεται στα συμβούλια των θεών
3. (για ιερούς χώρους) αυτός στον οποίο συνέρχεται η Βουλή.