αυτομήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτομήτωρ]] (-ορος), η (Α)<br />[[ίδια]] η [[μητέρα]], απαράλλαχτα όμοια με τη [[μητέρα]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτωρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμήτωρ]], [[πατρομήτωρ]], [[προμήτωρ]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[αὐτομήτωρ]] (-ορος), η (Α)<br />[[ίδια]] η [[μητέρα]], απαράλλαχτα όμοια με τη [[μητέρα]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτωρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]] (πρβλ. [[αμήτωρ]], [[πατρομήτωρ]], [[προμήτωρ]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 23 December 2018

Greek Monolingual

αὐτομήτωρ (-ορος), η (Α)
ίδια η μητέρα, απαράλλαχτα όμοια με τη μητέρα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -μήτωρ < μήτηρ (πρβλ. αμήτωρ, πατρομήτωρ, προμήτωρ κ.ά.)].