πατρομήτωρ

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρομήτωρ Medium diacritics: πατρομήτωρ Low diacritics: πατρομήτωρ Capitals: ΠΑΤΡΟΜΗΤΩΡ
Transliteration A: patromḗtōr Transliteration B: patromētōr Transliteration C: patromitor Beta Code: patromh/twr

English (LSJ)

-ορος, ὁ,
A mother's father, Luc.Alex.58.
2 fem., grandmother, Lyc.502.

German (Pape)

[Seite 536] ορος, ὁ, Muttervater, Großvater von mütterlicher Seite, Luc. Alex. 58; aber auch ή, die Großmutter, Lycophr. 502.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
grand-père maternel.
Étymologie: πατήρ, μήτηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατρομήτωρ -ορος, ὁ [πατήρ, μήτηρ] moeders vader.

Russian (Dvoretsky)

πατρομήτωρ: ορος ὁ отец матери, дед со стороны матери Luc.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Α
1. (το αρσ.) ο πατέρας της μητέρας, ο παππούς από τη μητέρα
2. το θηλ. η γιαγιά, η μητέρα του πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. μητρομήτωρ].

Greek Monotonic

πατρομήτωρ: -ορος, ὁ (ὄλλυμι), ο πατέρας της μητέρας, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πατρομήτωρ: -ορος, ὁ, ὁ τῆς μητρὸς πατήρ, πρὸς μητρὸς πάππος, μητροπάτωρ, Λουκ. Ἀλέξ. 58. 2) πατρομήτωρ, ἡ, μάμμη, Λυκόφρ. 502.

Middle Liddell

πατρο-μήτωρ, ορος, ὁ, μήτηρ
a mother's father, Luc.