αφεντικό: Difference between revisions
From LSJ
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
(7) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (και αφεντικός, ο)<br /><b>1.</b> [[κύριος]], [[αφέντης]]<br /><b>2.</b> ο [[κύριος]] ως [[προς]] το υπηρετικό προσωπικό<br /><b>3.</b> [[κύριος]] του σπιτιού, [[οικοδεσπότης]]<br /><b>4.</b> ο [[εργοδότης]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα αφεντικά</i><br />α) ο [[κύριος]] και η κύρια του σπιτιού ή οι εργοδότες<br />6) η [[τάξη]] των αφεντάδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>αφεντικός</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[αυθεντικός]] ( | |mltxt=το (και αφεντικός, ο)<br /><b>1.</b> [[κύριος]], [[αφέντης]]<br /><b>2.</b> ο [[κύριος]] ως [[προς]] το υπηρετικό προσωπικό<br /><b>3.</b> [[κύριος]] του σπιτιού, [[οικοδεσπότης]]<br /><b>4.</b> ο [[εργοδότης]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα αφεντικά</i><br />α) ο [[κύριος]] και η κύρια του σπιτιού ή οι εργοδότες<br />6) η [[τάξη]] των αφεντάδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>αφεντικός</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[αυθεντικός]] ([[πρβλ]]. [[αφέντης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (και αφεντικός, ο)
1. κύριος, αφέντης
2. ο κύριος ως προς το υπηρετικό προσωπικό
3. κύριος του σπιτιού, οικοδεσπότης
4. ο εργοδότης
5. στον πληθ. τα αφεντικά
α) ο κύριος και η κύρια του σπιτιού ή οι εργοδότες
6) η τάξη των αφεντάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. αφεντικός < αρχ. αυθεντικός (πρβλ. αφέντης)].