αὐτοδιήγητος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(7)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aftodiigitos
|Transliteration C=aftodiigitos
|Beta Code=au)todih/ghtos
|Beta Code=au)todih/ghtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">narrated in the first person</b>, opp. dialogue, <span class="bibl">D.L.9.111</span>.</span>
|Definition=αὐτοδιήγητον, [[narrated in the first person]], opp. [[dialogue]], D.L.9.111.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[narrado por uno mismo o en primera persona]] op. a ‘[[en forma de diálogo]]’ ἑρμηνεία D.L.9.111.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοδιήγητος''': -ον, ἐξιστορούμενος ἀπ’ ἐυθείας, πρωτοπροσώπως, οὐχὶ ἐν σχήματι διαλόγου, Διογ. Λ. 9. 111· αὐτοδιηγούμενος, η ον, αὐτοπροσώπως διηγούμενος, [[αὐτόθι]].
|lstext='''αὐτοδιήγητος''': -ον, ἐξιστορούμενος ἀπ’ ἐυθείας, πρωτοπροσώπως, οὐχὶ ἐν σχήματι διαλόγου, Διογ. Λ. 9. 111· αὐτοδιηγούμενος, η ον, αὐτοπροσώπως διηγούμενος, [[αὐτόθι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[narrado por uno mismo o en primera persona]] op. a ‘en forma de diálogo’ ἑρμηνεία D.L.9.111.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτοδιήγητος]], -ον (Α)<br />αυτός που εξιστορείται σε πρώτο [[πρόσωπο]].
|mltxt=[[αὐτοδιήγητος]], -ον (Α)<br />αυτός που εξιστορείται σε πρώτο [[πρόσωπο]].
}}
}}

Latest revision as of 11:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοδιήγητος Medium diacritics: αὐτοδιήγητος Low diacritics: αυτοδιήγητος Capitals: ΑΥΤΟΔΙΗΓΗΤΟΣ
Transliteration A: autodiḗgētos Transliteration B: autodiēgētos Transliteration C: aftodiigitos Beta Code: au)todih/ghtos

English (LSJ)

αὐτοδιήγητον, narrated in the first person, opp. dialogue, D.L.9.111.

Spanish (DGE)

-ον
narrado por uno mismo o en primera persona op. a ‘en forma de diálogo’ ἑρμηνεία D.L.9.111.

German (Pape)

[Seite 397] selbst erzählend, wie αὐτοπρόσωπος, nicht von Andern erzählen lassend, D. L. 9, 111.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοδιήγητος: -ον, ἐξιστορούμενος ἀπ’ ἐυθείας, πρωτοπροσώπως, οὐχὶ ἐν σχήματι διαλόγου, Διογ. Λ. 9. 111· αὐτοδιηγούμενος, η ον, αὐτοπροσώπως διηγούμενος, αὐτόθι.

Greek Monolingual

αὐτοδιήγητος, -ον (Α)
αυτός που εξιστορείται σε πρώτο πρόσωπο.